ten years without k.a.g.
[τρία ποιήματα του παναγιώτη ιωαννίδη με γενικό τίτλο χαλασμένο ρολόι (k.a.g. 1962-1995). το πρώτο και το τρίτο δημοσιευμένα στην νέα εστία το καλοκαίρι του 2002 – το δεύτερο αδημοσίευτο.]
Η ανατροφή του ποιητή
Μεγάλωσες στα βουνά του Γιοσέμιτη
– παιδί του δάσους, άγριο κι αποφασιστικό
αφέντης σε τόσα στρέμματα γης
βράχια και χώμα, να φροντίζεις τα ζώα
και τις δυο μικρές αδερφές σου
έξι χρόνια απ' τα δώδεκα ώς τα δεκαοχτώ
Σιγά σιγά οι μορφές των γονιών
που μείναν πίσω στην πόλη
σβήνουν όπως τα γράμματα
–κάθε μέρα μια ανάμνηση λιγότερη
μια λέξη ακόμη που είναι μόνο ήχος
γιατί ξέχασες πια πώς τη γράφουν
Έξι χρόνια αρκούν για να φτιάξεις
τη δική σου αλφαβήτα – και να μην την αλλάξεις
ποτέ πια. Αχόρταγος για λέξεις
(κάθε μια κι ένα στραβό ιερογλυφικό
γνωστή φωνή μ' αλλόκοτο ντύσιμο)
στολίζεις χαρτιά με νεογέννητα λόγια
ακουμπισμένα τό 'να δίπλα στ' άλλο – εικόνες
που στριφογύριζαν μες στο μυαλό σου και περίμεναν
χρόνια για να τις πεις μ' εκείνες τις ωραίες
ανορθογραφίες – γεμάτα τα γραφτά σου
που επέμενα κι επέμενα να μου τα στείλεις
– φοβόμουν να μη γίνει ό,τι έγινε
να τα λάβω πια πολύ αργά από άλλους
– και νά 'σαι τώρα ολόκληρος ετούτες
οι ανορθογραφίες που κρατώ κι αφήνω
Κερί αναμμένο
Τούτη την άνοιξη πρώτη μου φορά
κράτησα δυο κεριά στον Επιτάφιο
Εγώ που δεν πολυπιστεύω
όμως εδώ και τρία χρόνια
ανάβω πάντα δυο κεράκια
στα πιο μικρά ξωκκλήσια
Επειδή λέμε η ψυχή τρεμοσβήνει
εγώ τα ανάβω με επίμονη αφέλεια
και προσδοκία πιστού
Ύστερα λέμε – έσβησε
Όμως ποτέ δε θα ξεχάσω
πώς άστραψε το πρόσωπό σου αυστηρό
όταν με είδες κάποια νύχτα να φυσάω
τη φλόγα του κεριού
Του παίρνεις την ψυχή. Ποτέ
να μην το σβήνεις έτσι. Πάντα
με σαλιωμένα δάχτυλα ν' αγγίζεις το φιτίλι
– μες στο χέρι σου
μάζευε τη φλόγα μην
τη σκορπάς στον αέρα
Από τότε προσέχω πάντα
χωρίς να εξηγώ κι ας με πειράζουν
για τούτη την παράξενη φροντίδα. Αξίζει
τον κόπο να βρέχεις τα δάχτυλα
τρυφερά να πιάνεις τη φλόγα
αξίζει τον κόπο
ο ελάχιστος κίνδυνος μήπως καεί
το διστακτικό δειλό σου χέρι
– μήπως σε κάψει μια ψυχή
που –προσωρινά– αποσύρεται
Όμως εχθές πριν κοιμηθώ ξεχάστηκα
φύσηξα τη φλόγα – ο τοίχος πάνω
από το παραπανίσιο μαξιλάρι
πιτσιλίστηκε λειωμένο κερί
Μ' έπιασε τότε ένα παράπονο
Λες ήταν άνθρωπος – και έφταιγα εγώ
Χαλασμένο ρολόι
Δε θα μπορούσα να σε βλέπω να πεθαίνεις–
βολικά μας χώριζε η ζωή
Και δεν κατάφερα ποτέ
να ξεκινήσω πάλι το ρολόι
που ετοιμαζόσουν να πετάξεις
Στις πέντε κι εικοσπέντε κολλημένο τόσα χρόνια
Πρέπει να σου μαζέψω λίγο χώμα
–γη του βουνού και των πόλεων σκόνη–
τόσα χρόνια άθαφτος στη μνήμη
Για να μη λέμε ζει μες στα χαρτιά
Γιατί και τα χαρτιά θα λειώσουνε
και τα ρολόγια θα ξαναγίνουν άμμος
Ίσως μείνουν μόνο
τα λόγια που με αγάπη ή από αγάπη
πρόφεραν χείλη ζεστά
Η ανατροφή του ποιητή
Μεγάλωσες στα βουνά του Γιοσέμιτη
– παιδί του δάσους, άγριο κι αποφασιστικό
αφέντης σε τόσα στρέμματα γης
βράχια και χώμα, να φροντίζεις τα ζώα
και τις δυο μικρές αδερφές σου
έξι χρόνια απ' τα δώδεκα ώς τα δεκαοχτώ
Σιγά σιγά οι μορφές των γονιών
που μείναν πίσω στην πόλη
σβήνουν όπως τα γράμματα
–κάθε μέρα μια ανάμνηση λιγότερη
μια λέξη ακόμη που είναι μόνο ήχος
γιατί ξέχασες πια πώς τη γράφουν
Έξι χρόνια αρκούν για να φτιάξεις
τη δική σου αλφαβήτα – και να μην την αλλάξεις
ποτέ πια. Αχόρταγος για λέξεις
(κάθε μια κι ένα στραβό ιερογλυφικό
γνωστή φωνή μ' αλλόκοτο ντύσιμο)
στολίζεις χαρτιά με νεογέννητα λόγια
ακουμπισμένα τό 'να δίπλα στ' άλλο – εικόνες
που στριφογύριζαν μες στο μυαλό σου και περίμεναν
χρόνια για να τις πεις μ' εκείνες τις ωραίες
ανορθογραφίες – γεμάτα τα γραφτά σου
που επέμενα κι επέμενα να μου τα στείλεις
– φοβόμουν να μη γίνει ό,τι έγινε
να τα λάβω πια πολύ αργά από άλλους
– και νά 'σαι τώρα ολόκληρος ετούτες
οι ανορθογραφίες που κρατώ κι αφήνω
Κερί αναμμένο
Τούτη την άνοιξη πρώτη μου φορά
κράτησα δυο κεριά στον Επιτάφιο
Εγώ που δεν πολυπιστεύω
όμως εδώ και τρία χρόνια
ανάβω πάντα δυο κεράκια
στα πιο μικρά ξωκκλήσια
Επειδή λέμε η ψυχή τρεμοσβήνει
εγώ τα ανάβω με επίμονη αφέλεια
και προσδοκία πιστού
Ύστερα λέμε – έσβησε
Όμως ποτέ δε θα ξεχάσω
πώς άστραψε το πρόσωπό σου αυστηρό
όταν με είδες κάποια νύχτα να φυσάω
τη φλόγα του κεριού
Του παίρνεις την ψυχή. Ποτέ
να μην το σβήνεις έτσι. Πάντα
με σαλιωμένα δάχτυλα ν' αγγίζεις το φιτίλι
– μες στο χέρι σου
μάζευε τη φλόγα μην
τη σκορπάς στον αέρα
Από τότε προσέχω πάντα
χωρίς να εξηγώ κι ας με πειράζουν
για τούτη την παράξενη φροντίδα. Αξίζει
τον κόπο να βρέχεις τα δάχτυλα
τρυφερά να πιάνεις τη φλόγα
αξίζει τον κόπο
ο ελάχιστος κίνδυνος μήπως καεί
το διστακτικό δειλό σου χέρι
– μήπως σε κάψει μια ψυχή
που –προσωρινά– αποσύρεται
Όμως εχθές πριν κοιμηθώ ξεχάστηκα
φύσηξα τη φλόγα – ο τοίχος πάνω
από το παραπανίσιο μαξιλάρι
πιτσιλίστηκε λειωμένο κερί
Μ' έπιασε τότε ένα παράπονο
Λες ήταν άνθρωπος – και έφταιγα εγώ
Χαλασμένο ρολόι
Δε θα μπορούσα να σε βλέπω να πεθαίνεις–
βολικά μας χώριζε η ζωή
Και δεν κατάφερα ποτέ
να ξεκινήσω πάλι το ρολόι
που ετοιμαζόσουν να πετάξεις
Στις πέντε κι εικοσπέντε κολλημένο τόσα χρόνια
Πρέπει να σου μαζέψω λίγο χώμα
–γη του βουνού και των πόλεων σκόνη–
τόσα χρόνια άθαφτος στη μνήμη
Για να μη λέμε ζει μες στα χαρτιά
Γιατί και τα χαρτιά θα λειώσουνε
και τα ρολόγια θα ξαναγίνουν άμμος
Ίσως μείνουν μόνο
τα λόγια που με αγάπη ή από αγάπη
πρόφεραν χείλη ζεστά
0 Comments:
Post a Comment
<< Home