δυο ταινίες [έρως / μάντερλαιυ]
σε δύο από τις ταινίες που είδα τελευταία, οι τίτλοι –τα “ζενερίκ”– ήταν το πιο ενδιαφέρον κομμάτι τους. ή σχεδόν.
στο έρως των αντονιόνι/σόντερμπεργκ/καρ-γουάι, τα εκθαμβωτικά ζευγάρια του ιταλού εικονογράφου λορέντσο ματτόττι, διακριτικά “ζωντανεμένα” (animated) υπό τους ήχους του “michelangelo antonioni” του καετάνο βελόσο, συνόψιζαν εξαιρετικά τα τρία σκέλη της ταινίας. και στην περίπτωση του πρώτου, το υπερέβαιναν: αν στο πέρα από τα σύννεφα η τρυφερή επιμέλεια του βιμ βέντερς και οι εν γένει άξιοι ηθοποιοί είχαν εξασφαλίσει μιαν –απλώς– ευπρόσωπη μορφή στις ιδέες του ανήμπορου δασκάλου, αυτοί που ανέλαβαν να υλοποιήσουν την επικίνδυνη αλληλουχία των πραγμάτων, είναι φανερό πως δεν διέθεταν τις ελάχιστες ικανότητες –ή, έστω, τον δέοντα σεβασμό– για να τα καταφέρουν κάπως. για να μην λεκιαστεί η ματιά, υπάρχει βέβαια μια –δύσκολη– λύση (πες την “άσκηση”, καλύτερα): να προσπαθείς ν’ ακούς μόνο τα λόγια, και να τα “ξαναπαίζεις” με τη ζαν μορώ ή τη μόνικα βίττι και τον μαρτσέλλο μαστροϊάννι, σε ασπρόμαυρο. τα λόγια εδώ δεν είναι πολύ πιο τετριμμένα (ή πομπώδη) απ’ ό,τι στις παλιές ταινίες του αντονιόνι: λείπει όμως η υπνωτισμένη εκφορά των ηθοποιών, οι γεωμετρημένες λήψεις, το αυστηρό μοντάζ. όλ’ αυτά έχουν αντικατασταθεί από μιαν αισθητική τηλεταινίας, με υποσχέσεις σοφτ πορνό…
ευτυχώς, η ισορροπία του σόντερμπεργκ μας ξεκολλά με ευφυή χάρη απ’ αυτή τη λάσπη. ένα ασπρόμαυρο σχόλιο γεμάτο χιούμορ και οξυδερκή παρατηρητικότητα για το τι είναι (τι θα έπρεπε να είναι) η ψυχανάλυση – που συχνά τόσο δα απέχει απ’ το τι οπωσδήποτε δεν θα έπρεπε να είναι. ο ρόμπερτ ντάουνυ τζούνιορ είναι ο ψυχαναλύων, που διηγείται το (έγχρωμο) όνειρό του κι ένα δύσκολο επαγγελματικό επεισόδιο στον αναλυτή άλαν άρκιν. σπρώχνοντας στα λογικά του άκρα το ιδεώδες της suspended attention, του hearing without listening, ο ψυχαναλυτής, ενόσω ο αναλύων μιλά, προσπαθεί, αρχικώς με νοήματα και τέλος με ραβασάκια-σαΐτες, να κλείσει ραντεβού με (εικάζουμε) την απέναντι γειτόνισσα. αυτό δεν τον εμποδίζει παραταύτα να παρακολουθεί την αφήγηση του αναλύοντος, ο οποίος φεύγει όντως ανακουφισμένος κι ανάλαφρος. η –παράδοξη, με σοβαροφανή τουλάχιστον κριτήρια– συνεδρία ήταν επιτυχής: το όνειρο του ρ. ντάουνυ τζρ. αλλάζει: η αινιγματική γυναίκα είναι τώρα σύζυγός του, έχει ήδη κατασκευάσει το πολυπόθητο ξυπνητήρι με snooze που (δεν) τον ξυπνά, και ο συνάδελφος που όλοι βρίσκουν γελοίο επειδή φορά περρουκίνι, έχει πάρει τη μορφή του ψυχαναλυτή του. τελειώνουμε ξαναγυρνώντας στο ασπρόμαυρο: μια σαΐτα, ξανά και ξανά, φεύγει απ’ το παράθυρο και πετά στον ουρανό: σημάδι πως αναλυτής και αναλύων συνεχίζουν την γονιμότατη συνεργασία τους; σύμβολο των ψυχαναλυτικών συνεδριών και της ψυχανάλυσης εν γένει; [ένα κατάδικό μας κατασκεύασμα που το στέλνουμε να ταξιδέψει (με άγνωστο προορισμό και κατάληξη) μες στον κόσμο…]
αν το δεύτερο σκέλος της ταινίας είναι ένα πολύ χαριτωμένο “σκετς” (και ίσως η πιο προσωπική δουλειά του σόντερμπεργκ μετά το σεξ, ψέμματα και βιντεοταινία και τον κάφκα), το τρίτο είναι ένα αυτοτελές έργο. αναμενόμενο, μάλλον, να ταιριάζει στον γουόνγκ καρ γουάι η μικρή φόρμα (όπου συμβάλλει και πάλι η νωχελικά αισθαντική φωτογραφία του ντόυλ και η μετα-φασσμπιντερική μουσική του ράμπεν). το κομψοτέχνημα αυτό κινείται στο κλίμα της ερωτικής ιστορίας, και θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως υποϊστορία του, ή ως σχόλιο στην γοητεία των γυναικείων ρούχων που δεσπόζουν εκεί. το χέρι είναι το χέρι της πόρνης (η όμορφα μεγαλωμένη γκονγκ λι), που προσφέρει στον μαθητευόμενο ράφτη απρόσμενη ερωτική ηδονή (“θέλω να το θυμάσαι αυτό – κι έτσι θα μου φτιάχνεις τα πιο υπέροχα ρούχα”) – αλλά και το χέρι του ίδιου του νεαρού μόδιστρου (τσανγκ τσεν), που, μην μπορώντας ν’ αγγίξει την ίδια τη γυναίκα (ειδικά όταν πια αυτή έχει αρρωστήσει τελειωτικά), χώνεται ηδονικά μέσα σ’ ένα απ’ τα φορέματα που της είχε ράψει, και που εκείνη εντέλει του επέστρεψε, για να τα μεταποιήσει και μεταπωλήσει. ωστόσο εκείνος τα προσαρμόζει γι’ αυτήν εκ νέου -ενθαρρυμένος απ’ την ειδοποίηση για την επικείμενη επιστροφή ενός παλιού πελάτη, που παραταύτα δεν επανέρχεται- και της τα επιστρέφει. άχρηστα πια, μα πάντα όμορφα.
στο μάντερλαιυ του λαρς βον τρίερ, το κολλάζ των τίτλων του τέλους (εύστοχα υπό τους ήχους των “young americans” του μπόουι) μου φάνηκε κινηματογραφικά πολύ πιο ενδιαφέρον από το σώμα της ταινίας: η επιλογή, η διαδοχή και η γειτνίαση συγκεκριμένων εικόνων (κυρίως σχετικά με την ιστορία των αφροαμερικανών), ο ρυθμός εναλλαγής τους, τις καθιστούσαν συναρπαστικό, δραματικό θέαμα και σχόλιο. η ίδια η ταινία –που ωστόσο έχει θέμα μάλλον την ανάληψη της ελευθερίας και των ευθυνών της, παρά τον ρατσισμό καθ’ εαυτόν- είναι, ως εκτέλεση, μια επανάληψη του ντόγκβιλλ, χωρίς την αυστηρότητά του (στην σκηνογραφία, στις γωνίες λήψης, στην κίνηση της κάμερας), ενώ βασίζεται σε μιαν άξια πρωταγωνίστρια (μπράις ντάλλας χάουαρντ), που δεν διαθέτει όμως την δαιμονική μεταμορφωσιμότητα της νικόλ κίντμαν (αν δεν ωραιοποιεί η μνήμη). απ’ την άλλη, έχει περισσότερο (πικρό) χιούμορ, και –ίσως να βοηθάει που ο θεατής είναι πια υποψιασμένος- γίνεται εξαρχής περισσότερο εμφανής η επικίνδυνη αφέλεια της γκραίης, που θα την ξαναοδηγήσει σε φασιστική συμπεριφορά. κατά τα λοιπά, μόνο ο γουίλλιαμ νταφόου (πατέρας), ο ζέλικο ιβάνεκ (ντόκτορ χέκτορ) και ο τζων χερτ (αφηγητής) αντιμετωπίζουν τους ρόλους τους με την δέουσα ειρωνεία. ίσως τα ηθικά ερωτήματα που εγείρονται να είναι λιγότερο σύνθετα απ΄αυτά του ντόγκβιλλ, ίσως να φταίει ο φαινομενικά διεκπεραιωτικός χειρισμός του φον τρίερ, ίσως το ότι "πάλιωσε το εύρημα" – πάντως αυτή τη φορά δεν βγήκα από τον κινηματογράφο ούτε ταραγμένος, ούτε γόνιμα διερωτούμενος.
0 Comments:
Post a Comment
<< Home