[τουτέστιν, δεύτερη φορά στο 2: την επομένη]
δυσκολεύομαι να πιστέψω πως ο δ.π., όπως δήλωσε, θεωρεί ότι με το
2 θα φανεί ποιοί είναι οι νέοι φίλοι του, και ποιοί απλώς χάρηκαν τις τελετές των ολυμπιακών: αν το εύρος της τοιχογραφίας θυμίζει τον
δράκουλα, και η δομή το
για πάντα –χωρίς την γυμνότητα, τα σχεδόν απλοϊκά του μέσα–, το υλικό έχει κατά το ήμισυ συλληφθεί με την γενναιοδωρία προς το κοινό που χαρακτήριζε την τελετή λήξης – καμμία σχέση με την αυστηρή λιτότητα της τελετής έναρξης. και δεν βλέπω καμμία απομάκρυνση από την ‘αισθητική’ [κάτι που ορθά είχε εν μέρει ξεκινήσει με το
για πάντα]: ίσα ίσα, η αισθητική θριαμβεύει σε κάθε αψεγάδιαστη λεπτομέρεια [ένας ‘λιγότερος’ καλλιτέχνης θα είχε κάνει το στιγμιότυπο του άτυχου τερματοφύλακα, ολόκληρο έργο – κι ίσως να είχε βραβευθεί κιόλας! ναι: ο ίδιος ο δ.π. έχει θέσει τον πήχυ τόσο ψηλά] μέχρι και τον καλλωπισμό [του χαρωπού ‘οργίου’]. πέραν από την πιθανή αυτοπαγίδευση στους όρους του εργαστηρίου, προτιμώ να επινοήσω και μια δεύτερη: στις εκπληκτικές τεχνικές δυνατοτήτες του νέου θεάτρου
αλλά, να μιά δυνατή αρχή: για το[ν] 1, το [οι] 2 είναι αξιοθαύμαστο και συγχρόνως τερατώδες
και σε λίγο: μόνος του, ο ένας δεν μπορεί να ξεκολλήσει τα πόδια απ’ το έδαφος και να σύρει βήμα – μόλις εμφανιστεί ένας δεύτερος, ο πρώτος τον αρπάζει στα χέρια – μαζί θα μπορέσουν να τρέξουν
[κι όμως, σαν στον ιστό του '2', να κρεμάστηκαν οι βινιέττες των αντρικών κλισέ]
προσπαθώ να βρω το νήμα που επιθυμώ να συγκρατήσω [αλλά γιατί να χρειάζεται μια δεύτερη φορά;]: ο ταξιδιώτης φτάνει – ο ‘άλλος’ [του εαυτός] φτάνει κι αυτός – αλλ’ αδυνατούν να συναντηθούν – ο φίλος ανηφόρισε μες στα πεσμένα σώματα – κάποτε ο ‘άλλος’ θα του προσφέρει ένα βλέμμα προς ‘τα πάνω’ [το μπαλλόνι]: αυτός διστάζει, προσκολλημένος ακόμα στο ‘κάτω’ [τα χαρτιά/σκουπίδια] – πώς να τα κρατήσει και τα δυό; – με το περίστροφο που θα του σπάσει το μπαλλόνι, ο εφιαλτικός ‘άντρας/ανδρείκελο’ πυροβολεί το ίδιο του, γυναικείο πόδι – ένα ανδρόγυνο ανδρείκελο τώρα τον μαγνητίζει – θα χωθεί πάλι μες στην τεράστια κούκλα – ο ‘άλλος’ κοιμάται κι ονειρεύεται παράλληλα μ’ αυτόν – φορούν και γδύνονται τα ίδια ρούχα, αλλά ούτε αυτό καταφέρνει να τους ενώσει – ο φίλος βρίσκεται πιά στον ουρανό: πώς να τον ξαναβρείς
θα ήθελα να μείνω με την αισιόδοξη σκέψη ότι, έστω κι έτσι, τόσος κόσμος ‘είδε παπαϊωάννου’ [πνίγοντας βιαστικά τις αυτόματες ενστάσεις: ‘ναι, αλλά
ποιόν παπαϊωάννου; κι αυτό που είδε, τον άλλαξε ή τον χάιδεψε;’]. μου το χαλάνε, βγαίνοντας, δυό ζευγάρια, εμφανώς έτοιμα για άλλου είδους βραδυνή έξοδο – ο ένας εκ των ανδρών, με ποδοσφαιρικά φωναχτή κιμπαριά, δηλώνει τον ενθουσιασμό του: ‘40 παραστάσεις;! και στις 40 εδώ, κάθε νύχτα!’