Wednesday, June 14, 2006

plenty of time / what would happen next



‘είτε ήταν πολύ βαθύ το πηγάδι, είτε έπεφτε πολύ αργά, γιατί είχε άπλετο χρόνο καθώς κινούνταν προς τα κάτω να κοιτάξει γύρω της και ν’ αναρωτηθεί τι θα συνέβαινε αμέσως μετά.’ η αλίκη –του λιούις κάρρολλ– έχει ήδη ακολουθήσει τον λευκό κούνελο στο λαγούμι του – και βρίσκεται να πέφτει στο πηγάδι. ο κριστιάν ριζζό και οι χορευτές του πάλι, ξεκινούν ρίχνοντας: ονόματα στα μικρόφωνα: ‘… νάνα μούσχουρη … άντονυ πέρκινς … μωρίς μπεζάρ … μάιλς νταίηβις …’ – μετά πετούν κραυγές και πέφτουν, κοκκαλώνοντας στην στάση της πτώσης τους, προτού σηκωθούν για να ξαναπέσουν.



γίνονται πιερρόττοι – όχι της κομμέντια ντελλ’ άρτε, αλλ’ όπως ‘γίνονται πιερρόττοι’ όλα τα παιδιά, μ’ έναν κώνο από εφημερίδα στο κεφάλι. η πρώτη ‘χορευτική’ κίνηση είναι η καταληκτική κίνηση του ‘φαύνου’ – άλλοτε θαρρείς πως βλέπεις ένα φρέσκο του μιχαηλάγγελου – μια φιγούρα από το ‘μπακτί’. τα σώματα αλλάζουν τον χώρο τους –μετακινώντας κομμάτι κομμάτι το πατάρι όπου κινούνται– και τον κατοικούν. μαζί με αντικείμενα: φωτάκια διαδρόμου αεροδρομίου που αναβοσβήνουν, οδικά σήματα, μεταλλικές σφαίρες.



όλα συμβαίνουν ‘αμέσως μετά’ – πριν καν προλάβουμε να αναρωτηθούμε. με λογική και εικόνες ονείρου. όταν απιθώνουν τα σώματα μες στις τρύπες του λευκού παταριού, είναι για ταφή ή για τον ύπνο; στο τέλος πάντως, ο κλόουν φτάνει πολύ αργά: όλες οι ‘γιαπωνέζες μαθήτριες’ είναι ήδη μες στους λάκκους τους. όμως ένας ιδιοφυής ‘τρελλός’ μπορεί να κάνει αστείο ακόμα και τον ‘θάνατο’: ταχτοποιεί πόδια και χέρια σε κινήσεις ‘ζωντανές’, αφήνει πλάι τους τα φωτάκια της αρχής – και να: ο θάνατος δεν είναι παρά μια νέα αρχή: είναι όλοι πάλι σε στάσεις πτώσεων – μονάχα ένα μέτρο πιο χαμηλά. το παιχνίδι συνεχίζεται



[και αύριο, στον υπέροχα λιτά διαμορφωμένο χώρο της πειραιώς 260 - στα πλαίσια του φεστιβάλ αθηνών]

Monday, June 12, 2006

['tis confirmed]]


ο κολυμβητής αφήνεται να πέσει έξω απ' τη ζέστη της μέρας προς τα κάτω μέσ' από χρυσό λουτρό φωτός που βαθαίνοντας και δροσίζοντας γίνεται χιλιάδες βράδια, χιλιάδες αύγουστοι, χιλιάδες ύπνοι ανθρώπων

[anne carson, 'water margins: an essay on swimming by my brother' - the anthropology of water]

Saturday, June 10, 2006

adieu adieu mon ange



‘αν έχετε τόση ευχαρίστηση να με δείτε όση εγώ να σας συναντήσω, ελάτε στο μόναχο, την αρχοντική πόλη – φροντίστε να φτάσετε πριν το νέο έτος, τότε θα σας θαυμάσω από πίσω κι από μπρος, θα σας βγάλω βόλτα παντού, κι εν ανάγκη θα σας κάνω κι έναν υποκλυσμό, μόνο για τούτο λυπάμαι, που δεν θα μπορώ να σας φιλοξενήσω, γιατί δεν θα βρίσκομαι στο πανδοχείο, αλλά θα μείνω στους –ναι, πού; – πολύ θά ’θελα να ξέρω – τώρα, πέρα από χωρατά, είναι ακριβώς αυτός ο λόγος για τον οποίο είναι τόσο σημαντικό για μένα να έλθετε, ίσως νά ’χετε μεγάλο ρόλο να παίξετε, λοιπόν ελάτε το δίχως άλλο, ειδαλλιώς, σκατά – θα μπορέσω τότε να σας φιλοφρονήσω ως πρόσωπο ευγενές, να σας μαστιγώσω τον κώλο, να σας φιλήσω τα χέρια, να ρίξω με την οπίσθια καραμπίνα, να σας φιλήσω, να σας προσφέρω κλύσματα από πίσω κι από μπρος, να πληρώσω τα δέοντα για όσα ίσως σας οφείλω, ν’ αφήσω ν’ αντηχήσει μιά γερή κλανιά, κι ίσως ακόμα ν’ αφήσω να πέσει κάτω κατιτίς. Τώρα

adieu – άγγελέ μου, καρδιά μου,
σας προσμένω πλήρης αγωνίας
γράψτε μου αμέσως στο μόναχο, poste restante
ένα γραμματάκι 24 φύλλων μα
μη μου υποδείξετε πού θα μείνετε
ώστε να μη σας βρω, κι εσείς να μη με βρείτε’



ταύτα ο [και βαπτισμένος] χρυσόστομος θεόφιλος μότσαρτ, 22 χρονών, στην πολυαγαπημένη του ξαδελφούλα [άννα-μαρία κι αυτή – όπως κι η αδερφή του, κι η μάνα του, κι η θεία του], γυρνώντας από το παρίσι, όπου έχει μόλις θάψει τη μάνα του –που τον έσυρε άρον άρον ταξίδι, κατά προτροπήν του άγρυπνου –σκέψου τα γεράματά μου – και την καρριέρα σου, βεβαίως– πατέρα, εκεί που ο ‘μικρός’ κάτι είχε αρχίσει να ψελλίζει για μια δεκαεξάχρονη primadonna-to-be, αλοΰζια βέμπερ ονόματι, για γάμους, για ταξίδια και όπερες στην ιταλία. μόνο που, καθ΄οδόν τώρα προς τους βέμπερ για να ζητήσει το χέρι της, ακόμα δεν ξέρει πως εκείνη έχει αλλάξει γνώμη – μόλις το μάθει, θα καθήσει στο πιάνο του πατρικού της και θα τραγουδήσει στεντορεία τη φωνή: ‘μετά χαράς αφήνω αυτήν που δε με θέλει / όσοι δε μ’ αγαπούν, τον κώλο να μου γλείψουν! / όσοι δε μ’ αγαπούν, στη μούρη τους σκατά!’


[μεταφράζω από την γαλλική μετάφραση που μεταφέρει ο σολλέρ στον μυστήριο μότσαρτ – και σχολιάζει: ‘τι ‘ρόλο’ επρόκειτο λοιπόν να παίξει κατά τον βόλφγκανγκ η ξαδελφούλα στο σχέδιό του ν’ αρραβωνιαστεί την αλοΰζια; να σμίξει το τερπνόν με το υψηλό αίσθημα; τον περίγελω με το υψηλόφρον; την δύναμη με τον έρωτα; όπως σε μια όπερα του μότσαρτ; σοβαρή παράκληση; σκέτο αστείο; κώδικας ακόμα πιο δύσκολο απ’ όσο νομίζουμε ν' αποκρυπτογραφηθεί;’]

Tuesday, June 06, 2006

μ.χ. 2006 - νυχτερινός περίπατος


βήματα στην ερημιά

ομολογώ ότι συγκινήθηκα στην εναρκτήρια συναυλία του φεστιβάλ αθηνών [καιρός ήταν να τιμηθεί όπως του αξίζει ο μάνος χατζιδάκις].

ο πλούτος κι η ομορφιά των μουσικών [μάλλον δεν έχει να ζηλέψει κάτι απ' τον ρότα που θαύμαζε] -κι ας ήταν λίγο string-heavy η ενορχήστρωση του κυπουργού: κρίμα, γιατί η ορχήστρα είχε εξαιρετικούς σολίστες, με πραγματική εξάρχουσα την στέλλα κυπραίου, χρόνια στην κλασσική κιθάρα υπό τον ίδιο τον μ.χ.-, το 'σφίξιμο' ντροπαλού αγοριού του βασιλικού -που λύθηκε όταν έπιασε την ηλεκτρική κιθάρα του για την αγγλόφωνη 'μπαλλάντα των αισθήσεων και των παραισθήσεων', που σε πιο αργή εκδοχή είχε ηχογραφηθεί από τους 'new york rock 'n' roll ensemble' για τα αρχικά reflections, χωρίς ποτέ να συμπεριληφθεί - αποκάλυψη πάντως το άγνωστο 'steps'-, η ελευθερία, ειδικά στην αρχή, πιο συνεσταλμένη και με 'ίσια', σεμνή φωνή. μετά, παρενέβησαν οι γλεντζέδες του κάτω διαζώματος και μας γαμήσανε στα παλαμάκια [ελλείψει του αυστηρού συνθέτη, που θα τους είχε κόψει τον μπουζουκόβηχα, ένα απαγορευτικό σήκωμα του χεριού της τραγουδίστριας θα είχε αρκέσει...]

αλλά το φεγγάρι γινότανε μισό, και νομίζω πως και το παιδί στο αμαξίδιό του, με τις άναρθρες κραυγές του -που σαν πουλιού ακουστήκαν στην αρχή-, απόλαυση έλεγε