à danae, heimkurst, endmyworld, provokatura, ε.σ.ότι η παράσταση που ανέβασε –ως εργοτάξιο θεάτρου / εργοτάξιο ζωής– ο λευτέρης βογιατζής με την μάγια λυμπεροπούλου, τη ρένη πιττακή και την μπέττυ αρβανίτη στις
δούλες του ζενέ, θα ήταν σπουδαία, δεν είχα αμφιβολία. ήταν όμως συγκλονιστική.
ξεκινώντας από την θαυμάσια μετάφραση του δημήτρη δημητριάδη [κι ας μην με αγγίζουν τα δικά του γραπτά], και την πρώτη σκηνή, με την πιττακή να χορεύει μόνη [και θυμάται κανείς τον νεανικό χορό της ως ‘αηδόνα’ στους
όρνιθες, το ροκ-εν-ρόλλ της στον
ήχο του όπλου, και άλλες παρόμοιες στιγμές καθαρής χάρης], πριν την συνοδεύσει στο τανγκό η αρβανίτη, μέχρι την απίστευτη ερμηνεία της λυμπεροπούλου ως ‘κυρίας’ –με άλλη, αγνώριστη, τοποθέτηση φωνής, με ακκισμούς μπαλλεττικής λεπτότητος, χωρίς «να εξωθηθεί στην καρικατούρα», όπως ακριβώς προστάζει ο συγγραφέας– και το ευφυές σκηνικό της χλόης ομπολένσκι [της οποίας δουλειά –μετά την πρόσφατη συνεργασία της με την άννα κοκκίνου, και την επίσκεψη του πήτερ μπρουκ– είχαμε να δούμε στη χώρα μας από την δεκαετία του 1970, στο
μπακτί του μπεζάρ – αν δεν γελιέμαι].
αντιγράφω από το επίμετρο της υποδειγματικής έκδοσης της μετάφρασης [νεφέλη], αποσπάσματα από συνέντευξη του ζενέ –που από το 1986 κείται στο παλιό ισπανικό κοιμητήριο του μαρόκου– στον αντουάν μπουρσεγιέ [μτφρ. δήμητρας κονδυλάκη], στους δελφούς, το 1981 –πέντε χρόνια πριν πεθάνει– ενώ ήταν ήδη άρρωστος με καρκίνο στον λάρυγγα*:
…στην ελλάδα [όπου έζησε τα χρόνια 1957-1960], για πρώτη φορά, αντίκρισα κάτι παράδοξο για μένα: σκιά […], αλλά συνυφασμένη με φως. […]. ήταν –και είναι– η μόνη χώρα στον κόσμο όπου ο λαός κατάφερε να λατρεύει, να τιμά αλλά και να αψηφά τους θεούς του. […] είμαι ευγνώμων στην ελλάδα γιατί μου έμαθε […] δύο πράγματα που δεν ήξερα: το μειδίαμα και την αμφισβήτηση του θείου.
…στα δεκαπέντε, δεκατέσσερα-δεκαπέντε, πέρασα μια αρρώστια μάλλον αρκετά βαριά, δηλαδή όχι και τόσο, μια παιδική αρρώστια τέλος πάντων, και κάθε μέρα στο κρατικό ορφανοτροφείο, στο νοσοκομείο του κρατικού ορφανοτροφείου, μια νοσοκόμα μου έφερνε μια καραμέλα λέγοντας: «σου τη στέλνει ο μικρός άρρωστος από το διπλανό δωμάτιο». κάποια στιγμή, ύστερα από δεκαπέντε μέρες, καλυτέρεψα. θέλησα να συναντήσω αυτό το παιδί που μου έστελνε την καραμέλα και να του πω ‘ευχαριστώ’, και είδα ένα αγόρι δεκαέξι-δεκαεφτά χρόνων, τόσο ωραίο που έσβησαν όλα όσα είχαν υπάρξει πριν για μένα. ο θεός, η παρθένος, η μαρία, κανείς τους πια δεν υπήρχε. ο θεός ήταν αυτός. και ξέρετε πώς τον έλεγαν αυτόν τον τύπο, το παιδί αυτό; τον έλεγαν ‘διάφορο’.
…[πιστεύω σε] ένα[ν θεό] που επινοώ, όπως επινοεί κανείς έναν κανόνα.
…βιβλία-ξεβιβλία, μια πλάκα είν’ όλα αυτά. ο χρόνος ο μετά από μας έχει νόημα μόνο για τις επόμενες γενιές, για μας όχι.
…αυτός που είμαι […] βρίσκεται ακόμα εν εξελίξει, σε φάση εργοταξιακή.
…φαίνεται ότι, όση λογική κι αν διαθέτουν, οι στρατευμένοι σ’ έναν κοινό σκοπό λειτουργούν αποκλειστικά με το κεφάλι. σώμα και πρόσωπο απουσιάζουν. δεν ξέρω αν θα μπορούσα να κάνω έρωτα μ’ ένα στρατευμένο άτομο. δεν ξέρω αν θα μπορούσα να οικειοποιηθώ τον αγώνα ενός κορμιού ή ενός προσώπου χωρίς γοητεία [με αφορμή την υποστήριξή του προς τους παλαιστίνιους, στα στρατόπεδα των οποίων έζησε το 1970-71]. και η γοητεία δεν έγκειται στην ομορφιά, αλλά σ’ έναν τρόπο ύπαρξης που δεν έχω ούτε τον χρόνο ούτε τα μέσα, εξάλλου, να σας περιγράψω.
…είναι πολύ πιο δύσκολο να δραπετεύσεις όταν πρέπει απλώς να διασχίσεις ένα παρτέρι με λουλούδια παρά ένα τείχος [με αφορμή το αναμορφωτήριο του μετραί, του οποίου υπήρξε τρόφιμος από τα 15 ώς τα 18 του]. […] καμία καταπίεση με σκοπό τον σωφρονισμό δεν είναι τόσο ολοκληρωτική που να εμποδίζει την ευτυχία να βλαστήσει. και η ζωή που καλλιεργούσαμε στις χαραμάδες του χρόνου ήταν ακόμα πιο πολύτιμη γιατί την είχαμε κλέψει από τους βασανιστές μας.
…κλέβοντας είχαμε ασυνείδητα θελήσει να δραπετεύσουμε από αυτή την ηθική [την κρατούσα στην ‘έξω’ κοινωνία]. […] ως παιδιά στο μετραί είχαμε ήδη απορρίψει τη συνήθη ηθική, την κοινωνική ηθική της κοινωνίας σας, αφού φτάνοντας στο μετραί αποδεχόμασταν πολύ πρόθυμα αυτήν τη μεσαιωνική ηθική [ας ρίχνουμε από ’δω και μπρος ένα πλάγιο βλέμμα και προς τον φουκώ – με τον οποίον εξάλλου είχαν κάποτε κοινή πολιτκή δράση], που θέλει τον υποτελή να υπακούει στον ηγεμόνα, συνεπώς μια ιεραρχία πολύ, πολύ συγκεκριμένη και εδραιωμένη στην ισχύ, στην τιμή, σ’ αυτό που λέμε ακόμα τιμή και στον λόγο του καθενός, που μετρούσε πάνω απ’ όλα, ενώ, αντίθετα, σήμερα όλοι βασίζονται στον γραπτό λόγο, στο συμβόλαιο που υπογράφουμε και χρονολογούμε μπροστά στον συμβολαιογράφο, στα σωματεία κ.λπ.. [και λέει ο κούντερα στον πέπλο [μτφρ. γιάννη η. χάρη, εστία], μεταφέροντας την σκέψη του μαξ βέμπερ: ««ο καπιταλισμός και η σύγχρονη κοινωνία εν γένει» χαρακτηρίζονατι πρωτίστως από τον «γραφειοκρατικό εξορθολογισμό». […] το βασικό πρόβλημα της νεωτερικότητας [είναι η] «γραφειοκρατικοποίηση» της κοινωνικής ζωής που […] θα συνεχιστεί αδυσώπητα, όποιο κι αν είναι το σύστημα ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής.»]
…αν έχασα κάτι, αυτό έγινε από τη στιγμή που άρχισα να γράφω και ν’ αντλώ οικονομικά οφέλη από το γράψιμο. έχασα σίγουρα μια αγνότητα. μια αγνότητα που, αν είχα ποτέ, πήγαζε από την έλλειψη ασφάλειας.
…η μόνη μου επιτυχία στην κοινωνία θα μπορούσε να είναι της τάξεως: ελεγκτής λεωφορείου, χασαπόπαιδο ή κάτι τέτοιο. κι επειδή αυτού του είδους η επιτυχία μου προκαλούσε φρίκη, νομίζω ότι εκπαίδευσα τον εαυτό μου από πολύ μικρό να γνωρίζει συγκινήσεις τέτοιες που μόνο στο γράψιμο θα μπορούσαν να με οδηγήσουν. αν το να γράφεις σημαίνει να ρυθμίζεται η ζωή σου από συγκινήσεις ή συναισθήματα, συναισθήματα τόσο ισχυρά που μόνο καταφεύγοντας στην περιγραφή, την επίκληση ή την ανάλυσή τους μπορείς πραγματικά να τα καταλάβεις κι εσύ ο ίδιος, ε, τότε ναι, στο μετραί ξεκίνησα να γράφω, στα δεκαπέντε μου χρόνια. (εδώ διάβασα ρονσάρ και νερβάλ για πρώτη φορά. εδώ έμαθα την κλοπή αντί για την εργασία, τη σωτήρια κλοπή, που με οδήγησε στη φυλακή και τελικά και λίγο πέρα π’ αυτήν.)
ίσως το γράψιμο να ’ναι το μόνο που απομένει όταν έχεις εξοριστεί από τον χώρο του λόγου της τιμής.
πρωτοσυνάντησα τον ζενέ –ξεχνώντας την φευγαλέα, ενοχική θέαση σκηνών του
καβγατζή του φασσμπίντερ σε φιλικό βίντεο– όταν βρήκα στα 18 μου, χρησιμοποιημένο, το
notre-dame-des-fleurs, στην πανέμορφη έκδοση του 1966 [l’ arbalete, σχήμα 14 x 19 εκ.]. τότε –κι εν μέρει ακόμα– δεν μπορούσα μ’ ευκολία να διεισδύσω στο σύμπαν του – με την εμμονή στις διαστάσεις του πούτσου κάθε ήρωα, την ηδονική απόλαυση των κλανιών, κ.ο.κ.. πολύ αργότερα, ένας δυνατός έρωτας –ολοκληρωτικά “γυρνάμενος μες στο μυαλό” αυτός– επέμεινε πως πρέπει να τον ξαναεπισκεφτώ – κι αγόρασα όλα τα βιβλία του [η συντροφιά οδηγεί ενίοτε στην γνωριμία]. [σύντομα ανακάλυψα πως ο εν λόγω έρως μάλλον δεν πρέπει να εσκάμπαζε και πολλά απ’ αυτόν τον κόσμο.]
[homework: chant d’ amour [σκηνοθ. ζ. ζενέ, 1950], poison [todd haynes], diary of a shinjuku thief [nagisa oshima]]
* στις αγκύλες, παραλείψεις και σχόλια δικά μου