Wednesday, June 11, 2008

τρίτη 10 ιουνίου 2008



ξύπνησα βαρύς. έβαλα το ξυπνητήρι μιά ώρα μπροστά – αλλά ούτε ύπνο είχα. το πρωινό κολύμπι, ευχάριστο όπως πάντα, βγαίνοντας απ’ το νερό, δεν βοηθούσε πιά. ευτυχώς, η αγαπημένη φίλη ήταν διαθέσιμη γιά καφέ – τα ίδια κι εκείνη απ' το πρωί. γλυκιά κοπάνα

κι ύστερα μιά βόλτα στο βιβλιοπωλείο, που μού ’χε λείψει: ‘muzine 4’, αφορισμοί του καρλ κράους –μόνο οι απόηχοί τους μέχρι τώρα: σίντλερ, φρόυντ, βίττγκενσταϊν, μπένγιαμιν, αντόρνο–, επιλογή ποιημάτων του σέλλεϋ –παρακινημένος από μιάν αναφορά στο ‘adonais’ σε διήγημα της γουλφ, έκπληκτος είχα διαπιστώσει προ εβδομάδων ότι έλειπε από την βιβλιοθήκη μου, παρά τον κόλριτζ [με τον γουέρντσγουερθ, ακόμα δεν τα έχω βρει], τον μπάυρον και τον κητς–, και, αίφνης, ένα δοκίμιο της αγάπης καρακατσάνη – γιά τον γοητευτικό του τίτλο, και το εξώφυλλο: μιά τυχαία συνάντηση με τον διονύσιο εκ φουρνά που καταλήγει σε περιδιάβαση στον 13ο αιώνα και τον μανουήλ πανσέληνο

δεν είμαι σε θέση να κρίνω τις επιστημονικές θέσεις που προτείνει η συγγραφέας. όμως ως περιδιάβαση στον 13ο αιώνα, και κυρίως στην βυζαντινή θεσσαλονίκη, που δεν έπαψε ποτέ, απ' ό,τι φαίνεται –σε αντίθεση με την κωνσταντινούπολη, φερειπείν– να συνομιλεί γόνιμα με την αρχαία αθήνα, το ανάγνωσμα είναι τερπνότατο [και η συνοδεία των εικόνων θελκτική και χρήσιμη, όπως μας έχει καλομάθει η ‘άγρα’]. το γράψιμο πυκνό κι όμως ανάλαφρο συγχρόνως, με λογιοσύνη που φεγγίζει και δεν στραβώνει, με αισθητή την απόλαυση και της μελέτης και της εξιστόρησής της, και όσο πρέπει τονισμένη την προσωπική εμπλοκή. μου θύμισε αυτό ακριβώς το μίγμα που θαυμάζω και –κυρίως– απολαμβάνω στα κείμενα του κυρτάτα, του κοπιδάκη ή της κάρσον

το διάβασα μονορούφι, πριν ανοίξω –βαθιά μεσάνυχτα– τον σέλλευ, τον ‘ωραίο και αναποτελεσματικό άγγελο’:

θαυμάσιος ο θάνατος,
ο θάνατος κι ο αδελφός του ο ύπνος!


[λεπτομέρεια από εικόνα του μανουήλ πανσέληνου]

Labels: , , ,

Friday, March 21, 2008

[ποιητική ισημερία]

αν και έχω ήδη περάσει -ξαναθαυμάζοντας- στον καρυωτάκη, ολίγος 'άγνωστος' μαβίλης - από την έκδοση σε επιμέλεια του αείμνηστου γιώργου αλισανδράτου, από το ίδρυμα ελένης και κώστα ουράνη [και την μονοτυπία του σπύρου λένη]


'ς όλο τ΄ άπειρο μ' άγρια βασιλεύει
μέδουσας κεφαλή πάνοπλη μοίρα -
'ς της πίκρας την πεντάμαυρη πλημμύρα
μόνη η ομορφιά γιά λίγο αντιπαλεύει.

[από το σοννέττο του 1898, 'άλκης παλαμάς']


στο φως σου σταματώντας μιά γαλήνη
θα ξαναβρούνε οι λογισμοί μου οι πλάνοι,
και της απελπισιάς τ' άυπνο καπλάνι
γιά λίγο τ' άγριο νύχι θ' απαλύνει.

[από το σοννέττο του 1910, 'ανάξιο α''.

και από το προτελευταίο του σοννέττο, γραμμένο το 1911, έναν χρόνο πριν σκοτωθεί σ' άλλον έναν πόλεμο απ' αυτούς όπου συνήθιζε να σπεύδει, και τον ίδιο χρόνο που εκφωνεί τον περίφημό του λόγο γιά το γλωσσικό ζήτημα στη βουλή - πρώτη αγόρευση του βουλευτού κερκύρας [που σοφά περιλαμβάνει ο αλισανδράτος σε παράρτημα]. εκεί και το περίφημο 'χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει, υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι', αλλά και το πάντα επίκαιρο 'εθνικόν συνέδριον ως το ημέτερον συντάττει μεν θεσμούς και νόμους, αλλά παρέχει και εις τας συγχρόνους και τας επερχομένας γενεάς και εις την λοιπήν ανθρωπότητα μίαν εικόνα του πολιτισμού κατά την στιγμήν ταύτη εν τω έθνει'...

από το ουλτραμοντέρνο 'φάληρο', λοιπόν:]



είχε όλα της τα μάγια η νύχτα - μόνη
εσύ έλειπες. αργά κινάω να φύγω,
μα ξάφνου στη μπασιά του μπαρ ξανοίγω
αυτοκίνητο να γοργοζυγόνη.

μ' ελπίδα σταματάω, να το, πλακόνει.
παραμερίζουν οι άλλοι. άσειστος μπήγω
τη ματιά μου στα μάτια σου. άλλο λίγο
ακόμα και ο σοφέρ σου με σκοτόνει.

...

του θανάτου δε μ' έπιασαν τρομάρες -
γλυκύτατες μ' ελυώσανε λαχτάρες
να συντριφτώ κάτω από εσέ στη στράτα.

Labels: ,

Wednesday, February 27, 2008

[renga]

Thursday, February 07, 2008

[φάσγανο]

το μάτι κι αν θαμπώνεται,
μα κι η ψυχή δειλιάζει,
γυρτός ο ήλιος, φάσγανο,
πύρινον αίμα στάζει

και ξεψυχούνε γίγαντες
λαχταρισμένοι ομπρός του,
τα σύννεφα, που τά 'δεσε
με τ' οργισμένο φως του


ολίγος σολωμίζων μαλακάσης. δεν ξέρω γιατί με τάραξε κάπως το τραγουδάκι αυτό. ίσως να φταίει η ομηρική μάχαιρα: το φάσγανον. και το καλβικά οργισμένο φως του ήλιου

['τραγούδια της λίμνης'/6, μ.μαλακάσης, τα μεσολογγίτικα [επιμ. γ.π.σαββίδης], εκδ. 'ερμής']

Labels: ,

Tuesday, January 29, 2008

[φυσιογνωμία]



επιτέλους εδέησα να ξανατακτοποιήσω τα βιβλία της ελληνικής ποίησης στα ράφια τους, όπου, από τον καιρό ενός καθαρισμού που δεν είχα επιβλέψει, είχαν παραμείνει επί αδικαιολογήτως πολύ, διαβαθμισμένα καθ' ύψος [!], σε φθίνουσα σειρά, από αριστερά προς τα δεξιά [υπάρχουν και χειρότερα: σε άλλο χώρο, η πεζογραφία ακόμα φτιάχνει χρωματικά μπλοκ με τις ράχες της...]

έτσι τα ράφια απέκτησαν φυσιογνωμία

κι ενδιαφέρουσες γειτνιάσεις: ανοίγει ο άγρας - δίπλα του ο αναγνωστάκης. ο γκόνης σφηνωμένος ανάμεσα γκάτσο και γρυπάρη. του ελύτη έπεται ο εμπειρίκος, κι αυτόν ακολουθεί η δημουλά. ο κάλβος ανάμεσα σε κάλα και καρέλλη. την λαϊνά χωρίζουν -φευ- από τον καρυωτάκη και τον μαβίλη δυό τομίδια με κουκούλα και λαπαθιώτη. ο παπαντωνίου έκπληκτος βρέθηκε μεταξύ παπαδίτσα και παπατσώνη, κι ο σερέφας -μάλλον ικανοποιημένος, λέω- ανάμεσα σαχτούρη και σεφέρη. που τον στηρίζει απ' το πλάι ο σολωμός

Labels: , ,

Sunday, January 27, 2008

[σαν γραμμένη 90άρα]




στον ε. - που του αρέσουν οι 'κασσεττούλες'
στον γ.ν. - μιάς κι η κασσέττα δεν έχει μουσική
στον bibimydarling - γιά να γιάνει
και στον α. γιά το τηλεφώνημα



ξαναδιάβασα πρόσφατα όλον τον καβάφη: τα 154 -όσα και τα σοννέττα του σαίξπηρ...-, τα αποκηρυγμένα, τα 'κρυμμένα', και τα 'ατελή'. είναι μερικοί ποιητές που διαβάζω εξ ολοκλήρου σε τακτά διαστήματα: την αμοργό του γκάτσου άπαξ του έτους απαξάπαντος, τον ασλάνογλου, τον σολωμό, τον κάλβο. και βέβαια τον καβάφη. που δεν τον είχα ξαναδιαβάσει στην βολική -αλλά τι κρίμα αυτό το αντιπαθητικό σατινέ χαρτί!...- συγκεντρωτική έκδοση των τριών πρώτων κατηγοριών από τον 'ερμή'. τα δε 'ατελή' από ιταλική έκδοση πατρός και θυγατρός lavagnini

έδωσα αυτή τη φορά στον εαυτό μου το 'ελεύθερο' να είμαι 'αυστηρός': κάποια ωραία ποιήματα που μου φάνηκαν να αδυνατίζουν από τους τελευταίους γνωμικούς στίχους, ή από μιά προσπάθεια δικαιολόγησης -αν μη και δικαίωσης- της ερωτικής ζωής του ποιητή, τα 'άφησα απ' έξω' στην ιχνογράφηση μιάς -χρονολογικής- διαδρομής

που αρχίζει -προσπερνώντας το πρώτο ποίημα του 'κανόνα', τα 'εύκολα' και μελό "κεριά"- με τα "βήματα των ευμενίδων", που, αν και 'καθαρευουσιάνικο', το προτιμώ -ως πιό σφιχτό, λιτό, γεμάτο ρήματα- από την κατοπινή 'δημοτική' εκδοχή του ["τα βήματα"]. ακολουθεί το αδημοσίευτο "πιόνι" - αλληγορικό μεν, action-packed δε, τα πεζά "ενδύματα" και το κρυφό 'εμπειρίκειο' 'μανιφέστο', "το σύνταγμα της ηδονής": 'η υπηρεσία της ηδονής είναι χαρά διαρκής'. κι άλλο ένα 'κρυμμένο' ποίημα, γιά έναν βασιλέα, αλλά ινδό κι όχι αλεξανδρινό: "αιωνιότης" - τα πεζά "πλοία" - η "σαλώμη" - και, πρώτο του 'κανόνα', "τα άλογα του αχιλλέως". κατόπιν, ένα από τα πολλά 'ιουλιάνια': "ο ιουλιανός εν τοις μυστηρίοις" - η "πρόσθεσις" - "τα παράθυρα" - αι βωδελαιρικαί "ανθοδέσμαι" 'του πάθους του φρικτού και του περικαλλούς' - "το πρώτο σκαλί" - η "διακοπή" - "ο βασιλεύς δημήτριος" - και ξανά η θέτις της "διακοπής" στην "απιστία" - οι άφθαρτες, νομίζω -σε αντίθεση με "τείχη", "τρώες", "βαρβάρους" και άλλα ποιήματα ηθικής- ίσως επειδή είναι αληθινά επιγραμματικές και στακάτες, "θερμοπύλες" - οι "φωνές" [πώς όχι] - δυό κρυφοί μήνες του 1903: "σεπτέμβρης" και "δεκέμβρης" - ο "οροφέρνης" - οι "επιθυμίες" 'με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά' - "επήγα" ['μες στην φωτισμένη νύχτα'] - "η σατραπεία" με τα 'δυσκολα και τ' ανεκτίμητα εύγε' - ο "φιλέλλην" - το μοναδικό -αν δεν κάνω λάθος- απροκάλυπτα σύγχρονο -κι αδημοσίευτο- ιστορικό ποίημα, "27 ιουνίου 1906, 2 μ.μ." - "επέστρεφε" - "η πόλις" - η επίσης επιζήσασα των σχολικών εγχειριδίων "ιθάκη" - "απολείπειν ο θεός αντώνιον" - "μάρτιαι ειδοί" - "αλεξανδρινοί βασιλείς" - "μακρυά" - "ζωγραφισμένα" [τι ομολογία από έναν ποιητή: 'πιότερο επιθυμώ να δω παρά να πω'] - "στου καφενείου την είσοδο" - "θυμήσου, σώμα..." - "θάλασσα του πρωιού" - ο "αριστόβουλος" [έρως vs. politics] - "λάνη τάφος" [ανέμενα να έχω 'κρατήσει' περισσότερα 'ταφικά' ποιήματα, αλλά όχι...] - "γιά τον αμμόνη, που πέθανε 29 ετών, στα 610" - "ένας θεός των" ['με την χαρά της αφθαρσίας μες στα μάτια'] - μιά κρυμμένη "μισή ώρα" - το υπέροχα ανέμελο "σπίτι με κήπον" - "εν τω μηνί αθύρ" και "ιασή τάφος" - ο κινηματογραφικός "δαρείος" ['επίμονα κι η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται'!...] - "απ' τες εννιά" κι ο 'ιδεώδης εν τη λύπη' του "καισαρίων" 'με την αόριστη γοητεία' - "το διπλανό τραπέζι" - "να μείνει" [μιάς κι 'επύρωνε θείος ιούλιος μήνας'...] - "του πλοίου" - "νομίσματα" - "από υαλί χρωματιστό" - "η αρρώστια του κλείτου" - ένα απ' τα ποιήματα 'μάχης' μεταξύ χριστιανισμού και παλαιάς θρησκείας...- "εν δήμω της μικράς ασίας" αλλά και "εν μεγάλη ελληνική αποικία, 200 π.χ." και "εν σπάρτη" και εν "δυτική λιβύη" - "μύρης - αλεξάνδρεια του 340 μ.χ." - δυό αισθησιακά ποιήματα γύρω από αντικείμενα: ο σχεδόν τζαιημσιανός "καθρέπτης στην είσοδο" και "ρωτούσε γιά την ποιότητα" - μα "ας φρόντιζαν" - "στα 200 π.χ." -'με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών'- αλλά και πιό πρόσφατα: "μέρες του 1908" - ένα horror story εκ "της ανεκδότου ιστορίας" [γιά να περάσουμε σε όσα δεν πρόλαβε να οριστικοποιήσει ο καβάφης, και ανασύστησε η renata lavagnini, 'καβαφίστρια' από σόι] - "οι άγιοι επτά παίδες" - η ψυχαναλυτική "τύψις" - και, γιά το τέλος, ένα "έγκλημα" [σε περίπτωση που χρειάζονταν αποδείξεις πως ο καβάφης πέθανε εν πλήρει δημιουργική ακμή...]



της ανεκδότου ιστορίας

συχνά το βλέμμα του ιουστινιανού
φρίκην και βδελυγμίαν ποιούσε στους θεράποντάς του.
κάτι υποπτεύονταν αυτοί που δεν τολμούσαν να το πουν -
όταν τυχαίως μιά νύχτα βεβαιωθήκαν
πως ήταν απ' την κόλασι βγαλμένος δαίμων:
βγήκεν απ' το δωμάτιό του αργά, και γύριζεν
ακέφαλος στες αίθουσες του παλατιού.


οι άγιοι επτά παίδες

έμορφα που εκφράζεται το συναξάριον:
"ενώ δε συνωμίλει ο βασιλεύς" με τους αγίους
"κ' οι επίσκοποι και άλλοι πολλοί άρχοντες,
"ενύσταξαν ολίγο οι άγιοι"
και τες ψυχές των στον θεό παρέδωσαν.

οι άγιοι επτά παίδες της εφέσου που
κατέφυγον εις σπήλαιον να κρυφθούν
από τον διωγμόν των εθνικών, κ' εκεί εκοιμήθησαν -
και την επαύριον εξύπνησαν. επαύριον γι' αυτούς.
μα εν τω μεταξύ, είχαν παρέλθει σχεδόν δύο αιώνες.

ξύπνησε την επαύριον και πήγε
ένας των, ο ιάμβλιχος, γιά ν' αγοράσει άρτον,
κ' είδεν εμπρός του άλλην έφεσον,
όλην καθηγιασμένη μ' εκκλησίες, και σταυρούς.

κ' εχάρηκαν οι άγιοι επτά παίδες,
και τους ετίμησαν και τους προσκύνησαν οι χριστιανοί -
κ' ήλθε κι απ' την κωνσταντινούπολιν ο βασιλεύς,
ο θεοδόσιος, ο γιός του αρκαδίου,
και τους προσκύνησεν κι αυτός, ως πρέπον, ο ευλαβέστατος.

και χαίρονταν οι άγιοι επτά παίδες
σ' αυτό τον κόσμο τον ωραίο, και τον χριστιανικόν,
τον αγιασμένο μ' εκκλησίες, και σταυρούς.

μα έλα που ήσαν όλα τόσο διαφορετικά,
και τόσα είχαν να μάθουν και να πουν,
(και τέτοια δυνατή χαρά ίσως εξαντλεί κι αυτή)
που γρήγορα κουράσθηκαν οι άγιοι επτά παίδες,
από άλλον κόσμο φθάσαντες, από σχεδόν δυό αιώνες πριν,
και νύσταξαν μες στην συνομιλία -
και τους αγίους οφθαλμούς των έκλεισαν.


τύψις

πες την αυτήν την τύψι, να μετριασθεί,
την αγαθή βεβαίως, μα μεροληπτική επικινδύνως.
μη γιά το παρελθόν προσάπτεσαι και τυραννιέσαι τόσο.
μη δίδεις τόση σπουδαιότητα στον εαυτό σου.
μικρότερο ήταν το κακό που έκαμες
παρά ό,τι το θαρρείς - πολύ μικρότερο.
η αρετή που σ' έφερε την τύψι τώρα
ήταν και τότε υπολανθάνουσα μαζύ σου.
ιδού που ένα περιστατικό που αίφνης
στην μνήμη σου επανέρχεται εξηγεί
το αίτιον μιάς πράξεώς σου που σε φαίνονταν
όχι αξιέπαινος, μα τώρα δικαιολογείται.
μην εμπιστεύεσαι στην μνήμη σου απολύτως -
πολλά λησμόνησες - διάφορα μικροπράγματα -
που σε δικαιολογούσαν αρκετά.

και μη θαρρείς που τον αδικηθέντα
τον ήξερες τόσο καλά. θα είχε χάρες, που αγνοούσες -
μήτ' αμυχές ίσως δεν ήσαν εκείνες
που εσύ θαρρείς (από άγνοια του βίου του)
που ήσαν πληγές δεινές δοσμένες από σένα.

μην εμπιστεύεσαι στην ασθνενή σου μνήμη.
μετρίασε την τύψι που είναι πάντα
μέχρι στρεψοδικίας μεροληπτική εναντίον σου.


έγκλημα

τα χρήματα μας μοίρασεν ο σταύρος.
το πιό καλό παιδί της συντροφιάς μας,
έξυπνος, δυνατός, κι αφάνταστα έμορφος.
ο ικανότερος - μ' όλο που εκτός εμού
(που ήμουν είκοσι χρονών) ήταν ο πιό μικρός.
θαρρώ δεν ήτανε σωστά είκοσι τριώ.

τριακόσιες λίρες ήταν η κλεψιά που έκαμε.
εκείνος φύλαξεν, ως δίκαιον, τα μισά.

μα τώρα, ένδεκα την νύκτα, βουλευόμεθαν
πώς να τον φυγαδέψουμ' αύριο το πρωί,
πριν μάθ' η αστυνομία το έγκλημα.
δεν ήτανε μικρό - διάρρηξις μ' επιβαρυντικά.

σ' ένα κατώγι μέσα ήμεθαν.
ένα υπόγειον ασφαλέστατο.
αφού τα μέτρα αποφασίστηκαν γιά το φευγιό του,
οι άλλοι τρεις μας άφισαν εμένα και τον σταύρο
με συμφωνία στες πέντε να επιστρέψουν.

ένα σχισμένο στρώμα ήταν καταγής.
κατάκοποι πέσαμε οι δυό. και με την ταραχή
την ψυχική, και την εξάντλησι,
και με την αγωνία γιά την δραπέτευσι
την αυριανή του - μόλις έννοιωσα: δεν έννοιωσα καλά
που ήταν η τελευταία, ίσως, φορά που πλάγιαζα μαζί του.

μες στα χαρτιά ενός ποιητή βρέθηκε αυτό.
έχει και μία χρονολογία, μα δυσανάγνωστη.
το
ένα μόλις φαίνεται - μετά εννιά, μετά
ένα - ο αριθμός ο τέταρτος μοιάζει εννιά.

Labels: ,

Sunday, January 20, 2008

[αντί αντιστάσεως]



ήθελα να ’χω ένα σπίτι εξοχικό
μ’ έναν πολύ μεγάλο κήπο— όχι τόσο
για τα λουλούδια, για τα δένδρα, και τες πρασινάδες
(βέβαια να βρίσκονται κι αυτά· είν’ ευμορφότατα)
αλλά για να ’χω ζώα. α να ’χω ζώα!
τουλάχιστον επτά γάτες— οι δυο κατάμαυρες,
και δυο σαν χιόνι κάτασπρες, για την αντίθεσι.
έναν σπουδαίο παπαγάλο, να τον αγρικώ
να λέγει πράγματα μ’ έμφασι και πεποίθησιν.
από σκυλιά, πιστεύω τρία θα μ’ έφθαναν.
θα ’θελα και δυο άλογα (καλά είναι τ’ αλογάκια).
κι εξ άπαντος τρία, τέσσαρα απ’ τ’ αξιόλογα,
τα συμπαθητικά εκείνα ζώα, τα γαϊδούρια,
να κάθονται οκνά, να χαίροντ’ οι κεφάλες των.

κ.π.καβάφης, 'σπίτι με κήπον', κρυμμένα ποιήματα, αρχείο καβάφη

[ευχαριστώ τον δημήτρη αθηνάκη γιά την έμπνευση]

Labels: ,