Monday, October 31, 2005

η μάικροσοφτ σκοτώνει (και) τα χειρόγραφα αρχεία



σκορπισμένες στους πέντε δρόμους (κυριολεκτικά: σε ακτίνα 500 μέτρων) οι καρτέλλες του χειρόγραφου αρχείου

when god moves on water, you better do a perfect dive*

- σαν ο θεός βαδίζει στο νερό, κοίτα να κάνεις τέλεια βουτιά. γιατί ο θεός βαδίζει επί πιστών τε και απίστων – θα σου κάνει πατητή και θ’ απομείνεις κάτω. γι’ αυτό, το καλό που σου θέλω, βούτα. τέλεια βαθειά

- οι χριστιανοί που εκτιμώ λεν για τους επιπόλαιους πιστούς: νομίζει πως έχει πιάσει τον θεό απ’ τ’ αρχίδια

- μας πήρε η μπόχα της φιλοδοξίας – ώρα να του δίνουμε

- βγαίνοντας από το παιδί (την τελευταία γροθιά των αδελφών νταρντέν) μες στη νύχτα απόψε μια γάτα πετάχτηκε σκιαγμένη μπρος από μια βιτρίνα με βραδινά φανταχτερά

- κυκλοφόρησε το καινούργιο της μήτσορα: καλός καιρός / μετακίνηση [πατάκης, 2005]. δεν το ’χω διαβάσει ακόμη, αλλά δεν έχει σημασία: μερικοί άνθρωποι λίγο ενδιαφέρει πόσο καλά γράφουν (κάθε φορά) – αρκεί που γράφουν

[καλώς σε βρήκα και να με συμπαθάς, αλλά μόλις κατέβηκα από το βουνό, κι έχω ακόμα κοφτερό αέρα στα ρουθούνια]

* στίχος του whip, από το atheist lovesongs to god [courtesy of _[m.hulot]_]

Sunday, October 23, 2005

δεν έχουμε τίποτα να πούμε / αστεράκι

[ας γίνουμε μελό]

δεν έχουμε τίποτα να πούμε. πριν ένα χρόνο, βλέπαμε πέρα κι ήταν σαν να κοιταζόμαστε στα μάτια (πιο βαθειά). κοιμόσουνα με το κεφάλι σου στα γόνατά μου ενόσω διάβαζα, κι ήταν σαν να το κάναμε αυτό από χρόνια. τώρα, συναντηθήκαμε τυχαία (εγώ ειδοποιημένος αναπάντεχα: κάποιες κλήσεις, αν και βουβές, βρίσκουν φαίνεται απόκριση) – δεν σηκώθηκα να σε χαιρετήσω, νόμισα από αμηχανία. but, in the end, your charm didn’t work – το ένοιωσες, και ρώτησες αν είμαι αλλού.

σηκώθηκα να φύγω και καθώς τον χαιρετούσα, ο γ. μου σύστησε τον ρ., 22 χρονών του βάζει τα γυαλιά στη δουλειά. νόμισα προς στιγμήν πως ήταν ο ρ. που χάσαμε προχτές βράδυ, που στέκουμε και θαυμάζουμε το πρόσωπό του χρωματισμένο να μας κοιτά σε διάφορα σημεία της πόλης. δεν ήταν – ετούτος ο ρ. είναι άλλο αστέρι: καλλιεργεί πάνω από 100 αρωματικούς θάμνους στον κήπο του, μαζεύει από παντού, απ’ τα ταξίδια του, παραγγέλνει σπόρους απ’ το ίντερνετ (ευτυχώς που δε ζούμε στην αυστραλία). μένει στο χωριό όπου γεννήθηκε η μάνα μου, και οι παππούδες μας είχαν το ίδιο πάθος, που το κληρονόμησε. δεν ξέρω αν κι εκείνος ξαφνιάζεται με τα χέρια μας που πετιούνται σαν μέλη άγαρμπων ανδρείκελων χτυπάνε πάνω στο σώμα του άλλου. τον περιμένω όσο διαρκεί η δεύτερη προβολή της ενδιαφέρουσας ταινίας μικρού μήκους της εύας στεφανή, ακρόπολις – η προβολή τελειώνει, κι αυτός συζητά ακόμη με τον γ.. χαιρετώ ευγενικά θερμά. youth must woo and age must yield.

η λαχτάρα

η γιαγιά μου καμαρώνει το δισέγγονο της – και μου εξομολογείται: “το πιο φοβερό είναι ότι, όταν εγώ θα ’χω φύγει, αυτή η λαχτάρα θα συνεχίσει να υπάρχει”.

το υλικό

ακούγοντας απόψε τον stephen kovacevich, να ακολουθεί την μελωδική γραμμή και να αναδεικνύει την δομή της πρώτης σονάτας για πιάνο του alban berg, ή του θεϊκού andante sostenuto (μπορείς να τριπάρεις κανονικά) από την τελευταία σονάτα του σούμπερτ, ξαναθυμήθηκα κάτι που συζητούσαμε προχτές με τον θ.:

υπάρχουν καλλιτέχνες που σκέφτονται για το υλικό τους, “πάνω στο” υλικό τους – και άλλοι που σκέφτονται με το υλικό τους, μέσω του υλικού τους. ένα πρόσφατο παράδειγμα από τον κινηματογράφο: ο κιμ κι ντουκ -σκηνοθέτης που θαυμάζω, και με κάνει να απορώ ώρες ώρες με τις ταινίες του (τι καλύτερο)- σκέφτεται εικόνες, και τις κατασκευάζει: γι’ αυτό και ενίοτε γίνεται καλλιγραφικός, ωραιοπαθής (ή ακόμα και κιτς). ο γκας βαν σαντ, απ’ την άλλη, σκέφτεται με τις εικόνες (ακραίο παράδειγμα απ΄το last days: το πλάνο όπου η έζια και ο σκοτ κοιμούνται ενώ δίπλα τους, σε μια μικρή τηλεόραση, με την ένταση πολύ χαμηλά, παίζει ένας αγώνας πολεμικής τέχνης, και, απ’ το παράθυρο, βλέπουμε κάτω στον κήπο τον μπλάιηκ να σκάβει για να βρει το κουτί με τις σφαίρες - στο προηγούμενο πλάνο, τον είχαμε δει από κοντά στο ίδιο σημείο). ή απ' την πεζογραφία: ο ίταλο καλβίνο σκεφτόταν ιστορίες – ο ιβάν κλίμα (διαλέγω επίτηδες έναν "ηθικολόγο" συγγραφέα) σκέφτεται μέσω των ιστοριών του.

σ' αυτούς που σκέφτονται με το υλικό τους, κάθε λεπτομέρεια είναι οργανικά ενταγμένη στο σύνολο, νους και σώμα εκφράζονται συγχρόνως, αδιαίρετα. δεν ξεχωρίζεις τη σκέψη απ' την εικόνα - δεν βλέπεις την ιδέα να υπαγορεύει -όσο κεκαλυμμένα- την ιστορία. δεν βιάζεται το υλικό για να πει κάτι: σαν τους καλούς γλύπτες, αυτού του τύπου οι καλλιτέχνες χαϊδεύουν το μάρμαρο, να μάθουν τα νερά του, και να τους οδηγήσει αυτό μέχρι το άγαλμα.

Saturday, October 22, 2005

περιστροφή


Όταν η κουκουβάγια ανοίγει τα φτερά της
αργά το σούρουπο
και δε νιώθεται φτερούγισμα
κάτω από το κίτρινο φεγγάρι
γιατί ο κόσμος στέκει ακίνητος
κρατώντας την ανάσα του
μπρος στο πέσιμο της νύχτας
που στοιχειώνει τα κορμιά
και πνίγει τις φωνές με βαθύ καπέλο
είναι η ώρα αυτή
που σέρνεται το τίποτα
και με τη μαύρη γλώσσα του πίνει στο παγούρι μας
Την ίδια ώρα όμως
αλλού ένας κόκορας σκαρφαλωμένος στο κοτέτσι του
λαλεί όλα τα πρωινά χρώματα
με το λοφίο φουσκωμένο σα νά 'ναι
ποτάμι τρέχοντας από ψηλά
για να ξανοιχτεί πιο κάτω
εκεί που απλώνουνται χωράφια γέφυρες και πόλεις
και οι άνθρωποι
μόλις έχοντας ξυπνήσει και πλυθεί
με τις λευκές πετσέτες τους
παίρνουν το παγούρι τους και βγαίνουνε
να πάνε στις δουλειές. Είναι το κάτι
αυτό που κάνει τη σφαίρα να γυρίζει


[τελείωσα τα ωραία ποιήματα του γιώργου μπρουνιά, η συντροφιά (το ροδακιό, 2005 -βλ. και: βόλτα): αντιγράφω αυτό που μου άρεσε περισσότερο.]

sandyjune


[burn this -song sources are important- or ask me]

Sandy Denny [1947-1978; The Fiery Blonde]

from the bootleg Dark the Night
01 Green grow the laurels [trad.]
02 Milk and honey [Jackson C. Frank]
from the BBC Sessions 1971-73
03 Next time around [Sandy Denny]
04 Dark the night [“]
05 Solo [“]
from Sandy
06 It'll take a long time [“]
07 The Lady [“]
08 The music weaver [“]
from The Original Sandy Denny
09 3:10 to Yuma [George Dunning / Ned Washington]
from the bootleg Dark the Night
10 Here in silence [Peter Elford / Don Fraser]
11 Man of iron [“]


June Tabor [born 1947; The Dark Beauty]

from Aleyn
12 The Great Valerio [Richard Thompson]
13 Go from my window [trad.]
14 Shallow Brown [“]
from Angel Tiger
15 Sudden waves [Les Barker / Aald Noost & Ronald Jamieson]
16 Hard love [Bob Franke]
17 The doctor calls [Ian Terfel]


γεννήθηκαν κι οι δυο το 1947.

η σάντυ ντέννυ –από τις πιο εντυπωσιακές γυναικείες φωνές που γέννησε η βρετανία τον 20ο αιώνα, και συγχρόνως πολύ καλή τραγουδοποιός– πέθανε από εγκεφαλική αιμορραγία 31 χρονών. έπαιζε πιάνο και κιθάρα από μικρή, και τραγουδούσε στη χορωδία του σχολείου της – αλλά μόνο αφού εγκατέλειψε τις σπουδές της νοσηλευτικής αφιερώθηκε στο τραγούδι, συμβάλλοντας τόσο στο αγγλικό folk revival των δεκαετιών 1960-1970, όσο και σε ένα από τα σημαντικότερα folk rock συγκροτήματα της εποχής, τους “fairport convention”, γράφοντας και τραγουδώντας και στον θρυλικό δίσκο liege and lief. αλλά και η σόλο καρριέρα της δεν ήταν λιγότερο αξιόλογη: δικό της το “who knows where the time goes”, γνωστό κυρίως χάρη στο cover της αμερικανίδας judy collins – άλλης ενδιαφέρουσας περίπτωσης folk τραγουδίστριας και τραγουδοποιού. (κι αν προτιμώ αυτήν την δεύτερη εκδοχή, είναι ίσως γιατί έτσι το πρωτάκουσα.)

σε αντίθεση με την πεντακάθαρη φωνή της σάντυ ντέννυ, αυτή της τζουν ταμπόρ, πιο σκούρα, έφτασε στην συγκλονιστική απλότητα που την χαρακτηρίζει, αφού μιμήθηκε διάφορα πιο πεποικιλμένα παλαιότερα πρότυπα. περισσότερο αφοσιωμένη στο folk, τραγουδώντας συχνά ασυνόδευτη, και στους σωστούς, ανόθευτους folk δρόμους, “ανάγκασε” παραταύτα τον έλβις κοστέλλο να δηλώσει πως ένας απ’ τους στόχους του ως τραγουδοποιού ήταν να γράψει ένα τραγούδι για να το πει εκείνη. ήταν τελικά το “useless beauty” – not at all.

Wednesday, October 19, 2005

ό,τι έμεινε

020309
opal/ happy nightmare baby
020312
tom tom club/ suboceana
020313
covenant/ dead stars
the smiths/ i won't share you
minimal compact/ still i'm sad
020314
new order/ the village
marillion/ assassin
020315
anne clark/ poem without words ii
020316
eurythmics/ love is a stranger
xymox/ obsession
tania t. & mihalis d./ mia agapi mikri
020318
the aluminum group/ a blur in your vision
020319
the police/ wrapped around your finger
020320
the police/ the king of pain
020321
puressence/ analgesic love song
020322
dead can dance/ don’t fade away
020323
kitchens of distinction railwayed
kate bush/ hello earth
020324
ian mc culloch/ proud to fall
020325
crime and the city solution/ the adversary
020326
leonard cohen/ i’m your man
ute lemper/ little water song
020327
mazzy star/ fade into you
020328
death in june/ little black angel
020329
kristin hersh/ your ghost
020330
the legendary pink dots/ i love you in your tragic beauty
020331
heidi berry/ hand over head
020401
eyeless in gaza/ see red
lisa gerrard/ nilleshna
020402
in the nursery/ elegy

Monday, October 17, 2005

συμβουλή #2

be good - or if you can't be good, be excellent at it!

[thanx, σοφοκλή!]

Sunday, October 16, 2005

μια κυριακή






[αλλιώτικη απ' τις άλλες;]


today was a bach day (με τον edwin fischer στο πιάνο, απ’ το πρωί).

στον δραματικά φωτισμένο κινηματογράφο με την κόκκινη βελούδινη κουρτίνα (πόσες αίθουσες έχουν πια κουρτίνες μπρος στην οθόνη;), έπαιζε nat king cole, πριν απ’ το last days, που εν μέρει στηρίζεται στην ζωή του ρόκερ kurt cobain. τα πατατάκια ήταν λύσσα (εγώ φταίω που δεν πρόσεξα τι πήρα), μετά, τα “μιράντα” με σοκολάτα είχαν φυσικά άθλια γεύση, και η κόκα-κόλα ήταν θεόγλυκια (πού ’σαι EΨΑ!). 19 άτομα όλα κι όλα, στην προβολή των 7 (αιωνία η μνήμη των προβολών στις 5), τους πήρε λίγη ώρα να καταλαγιάσουν, καθώς ο “μπλαίηκ” μουρμούριζε μέσα στο δάσος. η κάμερα του γκας βαν σαντ “αργή” –όπως πρέπει, δηλαδή–, με αριστουργηματικό ρυθμό στο μοντάζ. στο διάλειμμα, μετά την ολοκλήρωση του “vaya con dios” από τον nat –απ’ το σημείο όπου είχε σταματήσει–, πέσαμε σε μια μελοδραματική διασκευή του αργού μέρους του “concierto de aranjuez” (luckily, no nana mouskouri in “casta diva”, tonight!) – κόπηκε κι αυτό πάνω στην κορύφωσή του (εκεί που -στην εξαίσια εκδοχή του gil evans με τον miles davis, στο sketches of spain- ξαναρχίζουν να τρέμουν τα χάλκινα). οι δυο ηλικιωμένες κυρίες –παραπλανημένες ποιος ξέρει πώς, ωστόσο είχαν παραμείνει ηρωικά– έπιασαν το λακριντί ενώ ο “σκοτ” σιγοψιθύριζε το “venus in furs” και κροτάλιζαν απ' τα μπάσσα τα ξεπατωμένα woofers (να ξανακούσω "velvets"). όταν διαμαρτυρήθηκε κάποιος, απάντησαν “εντάξει, σε λίγο θα φύγουμε”.

και να, αυτός ο άνθρωπος -που έχει αποφασίσει, έχει δεχτεί να πεθάνει, κι απλώς περιπλανιέται για λίγο ακόμη πάνω στη γη- μόλις πιάσει την κιθάρα, η ζωή από μέσα του, βίαιη, ακατάσχετη, ανίκητη. ώσπου στο τέλος –σαν τρυφερό homage στον duane michals– γυμνή η ψυχή αποχωρίζεται το σώμα. (αλλά ποια ήταν η –γυναικεία;– φιγούρα με τα κόκκινα την προηγούμενη νύχτα;)

[δέχομαι προτάσεις –κατά προτίμησιν από αγνώστους– για ιδιωτική προβολή του gerry και του elephant (εν ανάγκη, και σε διαφορετικές βραδιές).]

tendrement interrogez le futur


“τρυφερά ανακρίνετε το μέλλον”, συμβουλεύει ο γηραιός κορτό τους νεαρούς πιανίστες, καθώς τους διδάσκει την απόδοση μιας μουσικής φράσης – σε μια παλιά ταινία, που παρακολουθεί ο μεσήλιξ δικαστής, εντυπωσιακής φυσιογνωμικής ομοιότητας με τον νεαρό “γκράφφιττι άρτιστ” που προ ολίγου καταδίκασε. οι ζωές τους θα διασταυρωθούν και θα κινηθούν παράλληλα αρκετές φορές. ο δικαστής οικειοθελώς δεν θα πετάξει για βρυξέλλες, διανυκτερεύοντας σε ένα ξενοδοχείο της κοπεγχάγης, αντί για το σπίτι του – ο ντάνιελ την ίδια ώρα πετάει για την νότιο ισπανία, “δραπετεύοντας” από την έγκυο φίλη του (εκεί, στην έρημο -επάγγελμα ρεπόρτερ meets τσάι στη σαχάρα- θα έχει την δική του "φώτιση"). και οι δύο, αν και για διαφορετικούς λόγους, θα βρεθούν τρόφιμοι της ίδιας κλινικής ύπνου.

το ελαφρώς σχηματικό τέλος (ο ντάνιελ ευτυχεί ως πατέρας, η σύζυγος του δικαστή παρακολουθεί, στην αστυνομία, το βίντεο ασφαλείας που δείχνει τον άντρα της να αποχωρεί χωρίς να πληρώσει από ένα –ωστόσο εντελώς έρημο, όπως έχουμε ήδη δει– κατάστημα παιχνιδιών) ρέπει επικίνδυνα προς μια συμβατική, ηθικολογική “αποκατάσταση”. ας κρατηθούμε, όμως, από την ειρωνική σειρά (;) από ευτυχή μικρά αυτοκινητάκια, σαν του ντάνιελ και της φρανκ, που παρελαύνουν στην ηλιόλουστη εξοχή, και την γνώση πως ο δικαστής έχει “χαθεί” στα σκοτάδια, αφήνοντας σπίτι το κινητό του.

–α, και ψάξε (ξέρεις εσύ) τη μουσική της ταινίας [dark horse, δεύτερη ταινία του ισλανδού σκηνοθέτη του noi albinoi, dagur kari], από τους "slowblow" [το συγκρότημα του ίδιου του σκηνοθέτη].

Friday, October 14, 2005

εικόνα #3

τότε ακόμα το βουνό ήταν άχτιστο: μόνο σπίτια παραθερισμού, πολλά ξύλινα. ανεβαίναμε με το λεωφορείο (εγώ απ΄το σχολείο). καθόντουσαν αντικρυστά απέναντι, ο ένας κρατούσε μια σακκούλα του μπακάλη, με διπλωμένα καθαρά σεντόνια μέσα (ή έτσι μου φάνηκε). τον κοιτούσε στα μάτια, δε μιλούσαν, πότε πότε του χάιδευε με το δάχτυλο το μέσα του καρπού. κατέβηκαν στη ρεματιά και κατηφόρισαν. τους είδα να στρώνουν τα σεντόνια στο σκονισμένο σπίτι (ή έτσι μου φάνηκε).

εικόνα #2

κυριακή πολύ πρωί, φθινοπωρινή δροσιά. διαγωνίως απέναντι, ψηλά στη βεράντα του ρετιρέ: είναι έξω με τα μποξεράκια, χαϊδεύονται και φιλιούνται - ο μαύρος σκύλος δίπλα τους ακίνητος. σε λίγο ο ένας τραβάει τον άλλον μέσα, χάνεται κι ο σκύλος.

εικόνα #1

χτες, όλα τα περιστεράκια στο δρόμο μου, παίζαν με τα νερά (πότε έβρεξε και δεν το πήρα χαμπάρι;) - άλλα λούζονταν σε λακκουβίτσες αναφουφουλιασμένα, άλλα τσιμπολογούσανε νερό.

Thursday, October 13, 2005

συμβουλή #1

"να βαδίζετε ξένοι, μα θερμοί, όπου ανήκετε. να δέχεστε ευχές στις γαμήλιες τελετές."

νίκος-αλέξης ασλάνογλου [όπως τη μεταφέρει ο γιώργος χρονάς, οδός πανός 2000, 90/91/92: 135.]

Wednesday, October 12, 2005

βόλτα #1

τόσοι δίσκοι, τόσα βιβλία (πού τους σκαρφίζονται αυτούς τους τίτλους μυθιστορημάτων;) - ναυτία. περιμένοντας το καινούργιο της μήτσορα, ευτυχώς "το ροδακιό" ξανάκανε το θαύμα του, κι έβγαλε ένα βιβλίο με ποιήματα του γιώργου μπρουνιά, η συντροφιά. αυτός ο άνθρωπος έχει γράψει δυο καλά βιβλία (όσο κι αν ενδεχομένως κανείς διαφωνεί ενίοτε μ' ένα άρωμα απόλαυσης της στενάχωρης ζωής): σημειώσεις για ένα ημερολόγιο [το ροδακιό, 1993] και απόσπασμα [", 1996]. τα δε περσινά 91 ιαπωνικά ποιήματα συν 1 ["] ήταν απ' τα πιο όμορφα βιβλία του 2004, και, μαζί με την ντίκινσον του ερρίκου σοφρά [", 2004] και τον πούσκιν του μήτσου αλεξανδρόπουλου [ποταμός, 2004], αληθινή ποίηση - κι όταν μιλάμε για μεταφρασμένη ποίηση, αυτό σημαίνει: ξαναγεννημένη ποίηση, με τον κόπο και τον πόνο πραγματικής εγκυμοσύνης και γέννας.

από δίσκους τώρα: τραγούδια του jerome kern από ηχογραφήσεις του 1925-1945, οι πρώτες ηχογραφήσεις του carousel [1945] και του allegro [1947] των rodgers & hammerstein (λίγο ακόμα θα άντεχε η αμερικανική μουσική να παριστάνει την αθώα, και να δροσίζει τον κόσμο ολόκληρο) [naxos όλα] - κι οι δυο πρόσφατες κυκλοφορίες της σαλονικιώτικης ομάδας παραδοσιακής (και όχι μόνον) μουσικής "εν χορδαίς": εξορία (η μουσική που δεν χρησιμοποιήθηκε στις νύφες), και ήχοι των κάστρων (παραδοσιακά τραγούδια για τα κάστρα, με την ασημοκλωστή φωνή του χρόνη αηδονίδη και άλλους) [έκδοση των ίδιων των "εν χορδαίς"].

θυμήθηκα τώρα τους "espers" και το μαγευτικό weed tree τους [thanx, τ.!]: σαν τους "εν χορδαίς", δουλεύουν κι αυτοί (και) με παραδοσιακό υλικό και όργανα - σήμερα, με αποτελέσματα μεθυστικά, που μου ξανάφεραν στον νου τις σπουδαίες φωνές του folk revival του '60: ewan mccoll (ιερατική μορφή, άντρας της peggy seeger -αδελφής του pete- και πατέρας της αείμνηστης kirsty, αμετανόητος στρατευμένος κομμουνιστής ώς το τέλος - και παντελώς άγνωστος ως ο συνθέτης του πασίγνωστου -κυρίως από τα covers της roberta flack και του george michael (!)- "the first time ever i saw your face", γραμμένου για την peggy: της το πρωτοτραγούδησε απ' το τηλέφωνο, μιας και τότε τους χώριζε ακόμα ο ατλαντικός - αλλά ψάξε και τον τρυφερό και αγέρωχο "αποχαιρετισμό" του στη ζωή, "the joy of living" [στο black and white - the definitive collection, cooking vinyl, 1993]), june tabor, judy collins, sandy denny - μια πολύ προσωπική και ελλιπής επιλογή, εννοείται - αλλ' ενδιαφέρον ότι σε τόσες χώρες συνέβαιναν παρόμοια πράγματα εκείνη την εποχή: ο brassens στη γαλλία, ο fabrizio de andre στην ιταλία, dylan, baez, mitchell, βέβαια, στην αμερική -και για να μην σνομπάρουμε τα δικά μας: ο πρώτος σαββόπουλος και, κυρίως, η μαρίζα κωχ- βάζαν ηλεκτρικά όργανα στα παραδοσιακά τραγούδια, ή έγραφαν δικά τους που τα θύμιζαν. κι αυτό ξαναρχίζει, κάθε τόσα χρόνια (πιο πρόσφατα σε μας: ο φάμελλος).

Monday, October 10, 2005

fortune cookie

"you are on the verge of something big" - flop? joy?

[άσχετο: σου έχει τύχει να χαίρεσαι συνειδητοποιώντας ότι ποτέ δεν πρόκειται να νοιώσεις επαρκώς άνετα, ποτέ δεν πρόκειται να περάσεις επαρκώς καλά, με κάποιους ανθρώπους;]

Sunday, October 09, 2005

το φως του οκτωβρίου

five o’clock tea was the first thing i had. γιατί κοιμήθηκα στις 06:30, αφού έφυγε ο χ. μ’ ένα ομορφότερο χαμόγελο, κι έπαιζε για πολλοστή φορά το cd των διακοπών του τ. –που πάλι παίζει–, αφού είχαμε γελάσει και τριγυρίσει στο κέντρο (λουλουδάκια και σουβλάκια), κι οι τρεις μαγεμένοι απο ’κείνο το φιλί, αφού ανέβηκε στη ζυγαριά με τον άγγελό της κι έδειξε μηδέν, αφού –μικρό αντίδωρο– του αντέγραψα εκείνο το παλιό δισκάκι, χαρά που το ξανάκουγα κι εγώ, αφού μιλάγαμε για σχέδια και σχέδια, και τον μάλωνα γλυκά σαν νά ’μασταν χρόνια φίλοι κι εγώ μεγαλύτερος αδερφός (άκου να δεις!), αφού ξύπνησα με μια σκέψη καρφωμένη στο μυαλό, και βρήκε τρόπο να γίνει.

και καθώς ο χαντάι ξανάπιανε την άρια (ακούραστη ανάμνηση), βρήκα στο τηλέφωνο (ψεύτη – πες: πήρα επιτέλους) τον χ.κ., και του ευχήθηκα, οι άνθρωποι δε θά ΄πρεπε να χάνονται, αλλά χάνονται, ας ξαναβρίσκονται.

[τ., αυτό που έλεγε η virginia: “μιας κι είναι η νύχτα βοσκοτόπι ελεύθερο, λειβάδι δίχως όρια, μιας κι είναι η νύχτα άπλαστος πλούτος, πρέπει να σκάβεις σήραγγες μες στο σκοτάδι της. να της κρεμάς πετράδια πρέπει.”]

Saturday, October 08, 2005

ten years without k.a.g.

[τρία ποιήματα του παναγιώτη ιωαννίδη με γενικό τίτλο χαλασμένο ρολόι (k.a.g. 1962-1995). το πρώτο και το τρίτο δημοσιευμένα στην νέα εστία το καλοκαίρι του 2002 – το δεύτερο αδημοσίευτο.]


Η ανατροφή του ποιητή

Μεγάλωσες στα βουνά του Γιοσέμιτη
– παιδί του δάσους, άγριο κι αποφασιστικό
αφέντης σε τόσα στρέμματα γης

βράχια και χώμα, να φροντίζεις τα ζώα
και τις δυο μικρές αδερφές σου
έξι χρόνια απ' τα δώδεκα ώς τα δεκαοχτώ

Σιγά σιγά οι μορφές των γονιών
που μείναν πίσω στην πόλη
σβήνουν όπως τα γράμματα

–κάθε μέρα μια ανάμνηση λιγότερη
μια λέξη ακόμη που είναι μόνο ήχος
γιατί ξέχασες πια πώς τη γράφουν

Έξι χρόνια αρκούν για να φτιάξεις
τη δική σου αλφαβήτα – και να μην την αλλάξεις
ποτέ πια. Αχόρταγος για λέξεις

(κάθε μια κι ένα στραβό ιερογλυφικό
γνωστή φωνή μ' αλλόκοτο ντύσιμο)
στολίζεις χαρτιά με νεογέννητα λόγια

ακουμπισμένα τό 'να δίπλα στ' άλλο – εικόνες
που στριφογύριζαν μες στο μυαλό σου και περίμεναν
χρόνια για να τις πεις μ' εκείνες τις ωραίες

ανορθογραφίες – γεμάτα τα γραφτά σου
που επέμενα κι επέμενα να μου τα στείλεις
– φοβόμουν να μη γίνει ό,τι έγινε

να τα λάβω πια πολύ αργά από άλλους
– και νά 'σαι τώρα ολόκληρος ετούτες
οι ανορθογραφίες που κρατώ κι αφήνω


Κερί αναμμένο

Τούτη την άνοιξη πρώτη μου φορά
κράτησα δυο κεριά στον Επιτάφιο
Εγώ που δεν πολυπιστεύω

όμως εδώ και τρία χρόνια
ανάβω πάντα δυο κεράκια
στα πιο μικρά ξωκκλήσια

Επειδή λέμε η ψυχή τρεμοσβήνει
εγώ τα ανάβω με επίμονη αφέλεια
και προσδοκία πιστού

Ύστερα λέμε – έσβησε
Όμως ποτέ δε θα ξεχάσω
πώς άστραψε το πρόσωπό σου αυστηρό

όταν με είδες κάποια νύχτα να φυσάω
τη φλόγα του κεριού
Του παίρνεις την ψυχή. Ποτέ

να μην το σβήνεις έτσι. Πάντα
με σαλιωμένα δάχτυλα ν' αγγίζεις το φιτίλι
– μες στο χέρι σου

μάζευε τη φλόγα μην
τη σκορπάς στον αέρα
Από τότε προσέχω πάντα

χωρίς να εξηγώ κι ας με πειράζουν
για τούτη την παράξενη φροντίδα. Αξίζει
τον κόπο να βρέχεις τα δάχτυλα

τρυφερά να πιάνεις τη φλόγα
αξίζει τον κόπο
ο ελάχιστος κίνδυνος μήπως καεί

το διστακτικό δειλό σου χέρι
– μήπως σε κάψει μια ψυχή
που –προσωρινά– αποσύρεται

Όμως εχθές πριν κοιμηθώ ξεχάστηκα
φύσηξα τη φλόγα – ο τοίχος πάνω
από το παραπανίσιο μαξιλάρι

πιτσιλίστηκε λειωμένο κερί
Μ' έπιασε τότε ένα παράπονο
Λες ήταν άνθρωπος – και έφταιγα εγώ


Χαλασμένο ρολόι

Δε θα μπορούσα να σε βλέπω να πεθαίνεις–
βολικά μας χώριζε η ζωή
Και δεν κατάφερα ποτέ

να ξεκινήσω πάλι το ρολόι
που ετοιμαζόσουν να πετάξεις
Στις πέντε κι εικοσπέντε κολλημένο τόσα χρόνια

Πρέπει να σου μαζέψω λίγο χώμα
–γη του βουνού και των πόλεων σκόνη–
τόσα χρόνια άθαφτος στη μνήμη

Για να μη λέμε ζει μες στα χαρτιά
Γιατί και τα χαρτιά θα λειώσουνε
και τα ρολόγια θα ξαναγίνουν άμμος

Ίσως μείνουν μόνο
τα λόγια που με αγάπη ή από αγάπη
πρόφεραν χείλη ζεστά

Friday, October 07, 2005

σε μια παραλία του νοτίου ημισφαιρίου


"...you have such young hands...", he said

τρώγοντας την αλφαβήτα

πληκτρολογώντας, έφαγε ένα "ν" ("καλή χώνεψη!" του λέω) - μετά από λίγο, ένα "μ" - "σιγά βρε, θα βαρυστομαχιάσεις!" του λέω: "ποτέ δεν τρώμε την αλφαβήτα ανάποδα! άρχισε καλύτερα απ' το "α" - ή, αν έχεις ευαίσθητο στομάχι, απ' το πρώτο γράμμα του ονόματός σου - αλλά ποτέ από τυχαίο γράμμα, και οπωσδήποτε όχι ανάποδα!" - "έφγ το" μου λέει

[and that was the start of my blog]